δυσμαθία
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ἡ, slowness at learning, ib. 618d (pl.), Lg.812e, etc.:—written δυσμάθεια, Id.Ep.315c, Iamb.VP20.95.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δυσμαθία Pl.R.618d, Ti.87a, Tht.195c, Chrm.159e, Def.415e, Ep.315c
dificultad para aprender, torpeza def. como βραδυτὴς ἐν μαθήσει Pl.Def.l.c., τὰ γὰρ ἐναντία ἄλληλα ταράττοντα δυσμάθειαν παρέχει las cosas que se oponen y perturban mutuamente dificultan el aprendizaje Pl.Lg.812e, τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν δυσχεράνας irritándome con mi propia torpeza Pl.Tht.l.c., op. εὐμαθία Pl.Chrm.l.c., R.618d, Gal.1.322, ἡδονὴ ... δυσμαθίαν ... τίκτουσα ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Ep.l.c., cf. Ti.l.c., ἀκολουθεῖν γὰρ ἀγριότητι ἀναίδειαν ... δυσμάθειαν Iambl.VP 95, cf. Adam.2.37.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Ungelehrigkeit, ἡσυχῆ καὶ βραδέως μανθάνειν, Plat. Charm. 159 e; öfter, auch plur., Rep. X, 618 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 difficulté pour apprendre;
2 lenteur d'esprit.
Étymologie: δυσμαθής.
Russian (Dvoretsky)
δυσμᾰθία: ἡ тж. pl. невосприимчивость к знанию, непонятливость Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰθία: ἡ, ἡ περὶ τὸ μανθάνειν βραδύτης, Πλάτ. Πολ. 618D, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσμᾰθία: ἡ, βραδύτητα στη μάθηση, σε Πλάτ.