τρόχος

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόχος Medium diacritics: τρόχος Low diacritics: τρόχος Capitals: ΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: tróchos Transliteration B: trochos Transliteration C: trochos Beta Code: tro/xos

English (LSJ)

ὁ, circular race, Hp. Vict. 2.63, 3.68, Insomn. 89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S. Ant. 1065; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E. Med. 46.
place for running, race-course, Id. Hipp. 1133 (lyr.).
an animal, Herodor. 58J. (Trypho ap. Ammon. Diff. p. 131 V. distinguished the two senses as above.)

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 course;
2 carrière pour la course.
Étymologie: τρέχω.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ ρύγχος.
(II)
ὁ, Α
1. το τρέξιμο («παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», Ευρ.)
2. κυκλικός δρόμος
3. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο ή για αγώνα δρόμου
4. περιστροφική κίνηση
5. φρ. «τρόχοι ἡλίου»
(στην ποίηση) οι ημέρες (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω)].

Russian (Dvoretsky)

τρόχος:
1 τρέχω круговой пробег, оборот: τρόχοι (v.l. τροχοὶ) ἡλίου Soph. круговращения солнца;
2 тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.;
3 предполож. барсук Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόχος -ου, ὁ [τρέχω] het rondrennen, rondgang:. τρόχοι ἡλίου rondgangen van de zon Soph. Ant. 1065.

English (Woodhouse)

(see also: τροχός) running

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)