βύβλινος

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλινος Medium diacritics: βύβλινος Low diacritics: βύβλινος Capitals: ΒΥΒΛΙΝΟΣ
Transliteration A: býblinos Transliteration B: byblinos Transliteration C: vyvlinos Beta Code: bu/blinos

English (LSJ)

η, ον, made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-); μασχάλα = papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): βίβλινος BGU 544.4 (II d.C.), Gal.14.483, SB 1.7 (III d.C.)
de papiro ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25, 34, 36, ὑποδήματα Hdt.2.37, ἱστία Hdt.2.96, τεύχη IPr.114.11 (I a.C.), ἐπιστολαί LXX Is.18.2, λαβὼν βύσμα ἀπὸ ληκύθου βίβλινον = tomando la tapa de papiro de un frasco de ungüentos Gal.l.c., μάσχαλα TEracl.1.92, cf. BGU l.c., σχοινία SB l.c., διάδημα EM 216.35G.

German (Pape)

[Seite 467] von Byblus gemacht; Hom. einmal, Odyss. 21, 391 ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον, ᾧ ῥ' ἐπέδησε θύρας, ein Schiffstau; ἱστία, ὑποδήματα, Her. 2, 96. 37; vgl. βίβλινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des fibres ou des lamelles de papyrus.
Étymologie: βύβλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύβλινος -η -ον βύβλος van papyrus.

Russian (Dvoretsky)

βύβλῐνος: сделанный из (волокон) папируса (ὅπλον νεός Hom.; ἱστία, ὑποδήματα Her.).

English (Autenrieth)

(βύβλος): made of papyrus; ὅπλον νεός, Od. 21.391†.

Greek Monolingual

βύβλινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)].

Greek Monotonic

βύβλινος: -η, -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλινος: -η, -ον, (βύβλος) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. βίβλινος.

Middle Liddell

βύβλος
made of byblus, Od., Hdt.