καλλίπεπλος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful robe, beautifully clad, of women, Pi.P.3.25, E.Tr. 338(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau voile, au beau vêtement.
Étymologie: καλός, πέπλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίπεπλος -ον [καλός, πέπλος] met mooie peplos.
Russian (Dvoretsky)
καλλίπεπλος: в прекрасном одеянии, красиво одетый (Κορωνίς Pind.; Φρυγῶν κόραι Eur.).
English (Slater)
καλλῐπεπλος, -ον
nbsp; 1 with lovely robe καλλιπέπλου Κορωνίδος (P. 3.25)
Greek Monolingual
ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ)
αυτή που φορά ωραία πέπλα
αρχ.
αυτή που φορά ωραία ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαόπεπλος, μακρόπεπλος].
Greek Monotonic
καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, αυτός που φοράει καλά ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.