ποικιλόγαρυς
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
Doric for ποικιλόγηρυς.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ποικιλόγηρυς.
English (Slater)
ποικῐλόγᾱρυς with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόγᾱρυς: υος adj. дор. = ποικιλόγηρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόγᾱρυς -υος [ποικίλος, γῆρυς] Dor., met gevarieerde klanken.
German (Pape)
[ᾱ], dor. = ποικιλόγηρυς.