ἀνάδεσις

From LSJ
Revision as of 10:51, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδεσις Medium diacritics: ἀνάδεσις Low diacritics: ανάδεσις Capitals: ΑΝΑΔΕΣΙΣ
Transliteration A: anádesis Transliteration B: anadesis Transliteration C: anadesis Beta Code: a)na/desis

English (LSJ)

εως, ἡ, A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22. 2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de atar o recogerse hacia arriba τῆς κόμης Luc.ITr.33, τῶν σειρῶν Clem.Al.Paed.3.11.62.
2 acción de ceñirse στεφάνων Plu.Sert.22.

German (Pape)

[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'attacher sur;
2 action d'attacher en haut.
Étymologie: ἀναδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδεσις: εως ἡ
1 повязывание, надевание (ἀναδεσεις στεφάνων Plut.);
2 подвязывание (κόμης Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.

Greek Monotonic

ἀνάδεσις: -εως, ἡ (ἀναδέω),
1. περιδέσιμο, στεφάνων, σε Πλούτ.
2. πιάσιμο και δέσιμο των μαλλιών, τῆς κόμης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἀναδέω
1. a binding on, στεφάνων Plut.
2. a binding up, τῆς κόμης Luc.