κύπρινος
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
(A), η, ον, made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.
(B), η, ον, made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as substantive κύπρινον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.
Léxico de magia
-ον de cobre ref. a un clavo γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος escribe con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado P VII 466