προσομιλητικός
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ή, όν, of or for intercourse with others: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of discourse, Id.Sph.222c.
German (Pape)
[Seite 774] ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προσομιλητική, sc. τέχνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσομιλητικός -ή -όν [προσομιλέω] conversatie-:. ἡ προσομιλητική ( sc. τέχνη ) kunst van het converseren Plat. Sph. 222c.
Russian (Dvoretsky)
προσομῑλητικός: касающийся общения, общественный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
προσομῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφὴν μετ’ ἄλλων· ἡ -κὴ (ἐξυπακουομ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ προσομιλεῖν, Πλάτ. Σοφιστ. 222C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσομιλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία ή ο αρμόδιος για συναναστροφή
2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους.