τετρήρης

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρήρης Medium diacritics: τετρήρης Low diacritics: τετρήρης Capitals: ΤΕΤΡΗΡΗΣ
Transliteration A: tetrḗrēs Transliteration B: tetrērēs Transliteration C: tetriris Beta Code: tetrh/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς) ἡ, quadrireme, Arist.Fr.600, Plb.1.47.5 (a model of one, Inscr.Délos 1432 Ab ii 55 (ii B.C.)); acc. τετρήρην IG22.1628.49, al.; but -ήρη ib.1629.272, Inscr.Délos l.c., Plb.1.47.7; gen. -ήρου IG22.1629.705; but -ήρους ib.628, al.; also Dor. -ήρευς Supp.Epigr.4.178.10 (Cedreae, ii B.C.):—hence τετρ-ηρικὰ πλοῖα, = τετρήρεις, Plb.2.10.5; and τετρ-ηρῑτικός, IG22.1629.685.

German (Pape)

[Seite 1100] ες, vierruderig, Pol. 1, 47, 5 u. öfter, als subst. ἡ τετρήρης, sc. ναῦς, der Vierruderer, ein Schiff mit vier Reihen von Ruderbänken.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
à quatre rangs de rames.
Étymologie: τέτταρες, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

τετρήρης: II ἡ тетрера (судно с четырьмя рядами весел) Arst., Polyb.
с четырьмя рядами весел Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τετρήρης: (ἐξυπακ. (ναῦς), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη αὐτόθι 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - ἐντεῦθεν τετρηρικὸν πλοῖον = τετρήρης, ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τετρήρευς, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο με τέσσερεις συνεχείς σειρές κουπιών («τούτων ἦσαν τετρήρεις μὲν ἐνενήκοντα, πεντήρεις δὲ δέκα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ήρης (II),' πρβλ. τριήρης.

Greek Monotonic

τετρήρης: (ενν. ναῦς), , αυτή που έχει τέσσερις σειρές κουπιά, σε Πολύβ.

Middle Liddell

(sc. ναῦσ), a quadrireme, Polyb.