Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑσπερινός

From LSJ
Revision as of 11:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑσπερινός Medium diacritics: ἑσπερινός Low diacritics: εσπερινός Capitals: ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: hesperinós Transliteration B: hesperinos Transliteration C: esperinos Beta Code: e(sperino/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἑσπέριος, X. Lac. 12.6, AP 5.201 (Asclep. or Posidipp.), Ptol. Alm. 8.4, DC. 69.18; θυσία LXX 4Ki. 16.15, al.; Ἑσπέρινος, ὁ (sc. μήν), name of month in Doris, GDI 2172 (Erineos).

German (Pape)

[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.

Russian (Dvoretsky)

ἑσπερῐνός: Xen., Anth. = ἑσπέριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.

Greek Monolingual

-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.

Greek Monotonic

ἑσπερῐνός: -ή, -όν, = το επόμ., σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑσπερῐνός, ή, όν = ἑσπέριος, Xen.]