μονόρρυθμος
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον, of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.
German (Pape)
1 δόμος, bei Aesch. Suppl. 939, von einem bewohnt.
2 von einem Takt, einer Weise (?).
Russian (Dvoretsky)
μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.
Greek Monolingual
μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].