μακρόπνοος

From LSJ
Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπνοος Medium diacritics: μακρόπνοος Low diacritics: μακρόπνοος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΝΟΟΣ
Transliteration A: makrópnoos Transliteration B: makropnoos Transliteration C: makropnoos Beta Code: makro/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. μακρό-πνους, ουν, deep-breathed, or (acc. to others) as substantive μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν… a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).

German (Pape)

lang-, tiefatmend, Medic.; ζωά, langes Leben, Eur. Phoen. 1531.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπνοος: стяж. μακρόπνους 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v.l. μακρόπονος).

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. μακρόπνους.

Greek Monotonic

μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.