δυσκέραστος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.
Spanish (DGE)
-ον
reacio a mezclarse, poco propenso a mezclarse φύσις ... πρὸς τὸ πιθανὸν δ. naturaleza poco propensa a los métodos de la persuasión Plu.Dio 52, δύσμικτα ... καὶ δυσκέραστα de los jóvenes, Plu.2.754c.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, πρός τι.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
δυσκέραστος: v.l. δυσκέρατος 2 трудно смешивающийся, несоединимый (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.
Greek Monolingual
δυσκέραστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανακατεύεται.