ἀμοιβηδόν
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
Hp.Ep.17; read by Aristarch. in Il.18.506.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
por turno, a su vez ἀνθ' ὧν ἴσως κἀμὲ διδάξεις ἰητρικὴν ἀ. Hp.Ep.17 (p.358), cf.l. de Aristarch. a Il.18.506, Hdn.Gr.1.512, vicissim, Gloss.2.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβηδόν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Ἱππ. 1281. 48· οὕτως Ἀρίσταρχ. ἐν Ἰλ. Σ. 506.
Greek Monolingual
ἀμοιβηδὸν (Α) επίρρ.
βλ. αμοιβήδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δον].
German (Pape)
= ἀμοιβαδίς, Hippocr.