ἀμφιδέρκομαι
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Dep., look upon, behold, AP15.22 (Simm.).
Spanish (DGE)
contemplar Simm.Securis 10.
German (Pape)
[Seite 137] ringsum ansehen, Simmi. (XV, 22), im aor. ἀμφιδερχθῇς.
French (Bailly abrégé)
regarder tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δέρκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδέρκομαι: глядеть вокруг, озирать Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδέρκομαι: ἀποθ., περισκοπῶ, βλέπω, ὁλόγυρα, περιβλέπω, Ἀνθ. Π. 15. 22.
Greek Monotonic
ἀμφιδέρκομαι: αποθ., κοιτάζω ολόγυρα για κάποιον, σε Ανθ.