λυχνεών
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, place to keep lamps in, Luc.VH1.29.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
endroit où l'on dépose les lampes.
Étymologie: λύχνος.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, Leuchterbehältnis, Luc. V.Hist. 1.29.
Russian (Dvoretsky)
λυχνεών: ῶνος ὁ хранилище светильников Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνεών: -ῶνος, ὁ, τόπος, ἐν ᾦ φυλάττονται οἱ λύχνοι, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29.
Greek Monolingual
λυχνεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος για φύλαξη λύχνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. -εών (πρβλ. καλαμεών, κυκεών)].
Greek Monotonic
λυχνεών: -ῶνος, ὁ (λύχνος), τόπος στον οποίο φυλάσσονται οι λύχνοι, σε Λουκ.