πολυβαφής
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
ές, much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v.l. μέλεα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό («φίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι-βαφής].
Greek Monotonic
πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.