πεζέμπορος

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέμπορος Medium diacritics: πεζέμπορος Low diacritics: πεζέμπορος Capitals: ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: pezémporos Transliteration B: pezemporos Transliteration C: pezemporos Beta Code: peze/mporos

English (LSJ)

ον, trafficking by land, Str.16.3.3.

German (Pape)

[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.

Greek Monotonic

πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεζ-έμπορος, ον,
trafficking by land, Strab.