ἀδιακόντιστος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, which no dart can pierce, δέρμα prob. in Ael.VH 13.15 (interpol., codd. -κόνιστος, which Hsch. explains ἀναίσθητος, ἄτρωτος).
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. invulnerable a la crítica o la polémica, Phld.Cont.18.15, cf. Hsch.
2 de cosas que no puede ser atravesado δέρμα Ael.VH 13.15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invulnérable aux traits.
Étymologie: ἀ, διακοντίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόντιστος: -ον, ὃν οὐδὲν ἀκόντιον δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀναίσθητος, ἄτρωτος.