ἐπανθρακίδες

From LSJ
Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανθρᾰκίδες Medium diacritics: ἐπανθρακίδες Low diacritics: επανθρακίδες Capitals: ΕΠΑΝΘΡΑΚΙΔΕΣ
Transliteration A: epanthrakídes Transliteration B: epanthrakides Transliteration C: epanthrakides Beta Code: e)panqraki/des

English (LSJ)

ων, αἱ, (ἀνθρακίς) small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.

German (Pape)

[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανθρᾰκίδες: ων αἱ мелкая рыбешка (для жарения) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.

Greek Monolingual

ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].

Greek Monotonic

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ (ἀνθρακίς), μικρό ψάρι για ψήσιμο ή τηγάνισμα, μαρίδα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀνθρακίς
small fish for frying, small fry, Ar.