προγάστωρ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, pot-bellied, potbellied, paunchy, Gerhard Phoinix p.6, Str.4.4.6, App.Anth.5.11, Luc.Nec.11, Gal.10.145, Adam.2.31; of a pot-bellied bottle, Antiph. 224.6: Comp. προγαστρότερα Hp.Aër.24.
German (Pape)
[Seite 713] ορος, ὁ, ἡ, mit vorstehendem Bauche, Hängebauch; En. ad. 552 (App. 321); vgl. Schol. Ar. Ran. 202; Luc. Merc. cond. 42 u. oft. – Auch πρόγαστρος, Galen. (?).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
au ventre énorme.
Étymologie: πρό, γαστήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προγάστωρ -ορος [πρό, γαστήρ] dikbuikig.
Russian (Dvoretsky)
προγάστωρ: ορος adj. толстобрюхий, пузатый Luc., Anth.
Greek Monolingual
ο, η / προγάστωρ, -ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν
αυτός που έχει προτεταμένη την κοιλιά του, ο κοιλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. υδρο-γάστωρ].
Greek Monotonic
προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προτεταμένην τὴν κοιλίαν, «κοιλαρᾶς», πιθ. γραφὴ ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295, Στράβ. 199, Ἀνθ. Π. παραρτ. 321, Λουκ. Νεκυομ. 11· τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» παρ’ Ἀθηναίῳ 500F.
Middle Liddell
προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, γαστήρ
fat-paunch, Anth.