προσυνίστημι
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
recommend or praise before, D.H.Rh.10.5, Plu.2.19b; mention before, Sch. Od.9.187.
German (Pape)
[Seite 785] (s. ἵστημι), vorher empfehlen, D. Hal. rhet. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
f. προσυστήσω, ao. προσυνέστησα, etc.
recommander d'avance.
Étymologie: πρό, συνίστημι.
Russian (Dvoretsky)
προσυνίστημι: заранее рекомендовать: π. τὰ χρηστά Plut. (о Гомере) предпосылать благородной речи (героя) одобрительные слова.
Greek (Liddell-Scott)
προσυνίστημι: συνιστῶ ἢ ἐπαινῶ πρότερον, Διον. Ἁλ. Τεχνη Ρητ. 10. 5, Πλούτ. 2. 19Β· - μνείαν ποιοῦμαι, ἀναφέρω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 187.
Greek Monolingual
Α συνίστημι
1. δίνω συστάσεις για κάποιον ή επαινώ κάποιον προηγουμένως
2. προμνημονεύω, προαναφέρω.