ναυμαχησείω

From LSJ
Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχησείω Medium diacritics: ναυμαχησείω Low diacritics: ναυμαχησείω Capitals: ΝΑΥΜΑΧΗΣΕΙΩ
Transliteration A: naumachēseíō Transliteration B: naumachēseiō Transliteration C: navmachiseio Beta Code: naumaxhsei/w

English (LSJ)

Desiderat. of ναυμαχέω, wish to fight by sea, Th.8.79.

German (Pape)

[Seite 231] desiderat. von ναυμαχέω, ich habe Luft eine Seeschlacht zu liefern, Thuc. 8, 79.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir le désir d'engager un combat naval.
Étymologie: ναυμαχέω.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχησείω: [desiderat. к ναυμαχέω иметь желание вступить в морское сражение Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχησείω: ἐφετ. τοῦ ναυμαχέω, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 8. 79.

Greek Monolingual

ναυμαχησείω (Α)
επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- του ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].

Greek Monotonic

ναυμᾰχησείω: εφετικό του ναυμαχέω, επιθυμώ να δώσω μάχη στη θάλασσα, σε Θουκ.

Middle Liddell

ναυμᾰχησείω, [from ναυμᾰχέω]
Desid., to wish to fight by sea, Thuc.