ναυμαχησείω
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
Desiderat. of ναυμαχέω, wish to fight by sea, Th.8.79.
German (Pape)
[Seite 231] desiderat. von ναυμαχέω, ich habe Luft eine Seeschlacht zu liefern, Thuc. 8, 79.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir le désir d'engager un combat naval.
Étymologie: ναυμαχέω.
Russian (Dvoretsky)
ναυμᾰχησείω: [desiderat. к ναυμαχέω иметь желание вступить в морское сражение Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ναυμᾰχησείω: ἐφετ. τοῦ ναυμαχέω, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 8. 79.
Greek Monolingual
ναυμαχησείω (Α)
επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- του ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].
Greek Monotonic
ναυμᾰχησείω: εφετικό του ναυμαχέω, επιθυμώ να δώσω μάχη στη θάλασσα, σε Θουκ.
Middle Liddell
ναυμᾰχησείω, [from ναυμᾰχέω]
Desid., to wish to fight by sea, Thuc.