ἄναντα
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Adv. up-hill, opp. κάταντα (q.v.), Il.23.116.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj. neutr. plu.
1 cosas no trituradas S.Fr.294.
2 ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα Hsch.
II adv. cuesta arriba ἧλθον Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 199] (s. ἀνάντης). bergauf, Il. 23, 116.
French (Bailly abrégé)
adv.
en montant.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.
Russian (Dvoretsky)
ἄναντα: adv. в гору, вверх (ἦλθον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντι
αρχ.
προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Greek Monotonic
ἄναντα: επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.