ἀρχαΐζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχᾱΐζω Medium diacritics: ἀρχαΐζω Low diacritics: αρχαΐζω Capitals: ΑΡΧΑΪΖΩ
Transliteration A: archaḯzō Transliteration B: archaizō Transliteration C: archaizo Beta Code: a)rxai/+zw

English (LSJ)

to be old-fashioned, copy the ancients in manners, language, etc., D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.

Spanish (DGE)

1 imitar a los antiguos D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
2 proceder del principio τοῦ θεοῦ λόγου τὰ λογικὰ πλάσματα ἡμεῖς, δι' ὃν ἀρχαΐζομεν somos imágenes racionales del verbo divino, por el que procedemos del principio Clem.Al.Prot.1.6.4.
3 ser antiguo ὅ γε Ἀθηνόδωρος ... ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθείς Clem.Al.Prot.4.48, φασὶ δέ τινες ... μηδὲ ἀρχαΐζειν τὴν Ἑβραίων φωνήν Gr.Nyss.Eun.2.256.

German (Pape)

[Seite 364] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
imiter les anciens, se donner l'air d'un ancien.
Étymologie: ἀρχαῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαΐζω: подражать старине (Ἑλληνικῶς ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱΐζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., οὔκουν ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ πανταχοῦ χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς ἀρχαῖον, ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.

Greek Monolingual

ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].