τανυπτέρυξ

From LSJ
Revision as of 12:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυπτέρυξ Medium diacritics: τανυπτέρυξ Low diacritics: τανυπτέρυξ Capitals: ΤΑΝΥΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: tanyptéryx Transliteration B: tanypteryx Transliteration C: tanypteryks Beta Code: tanupte/ruc

English (LSJ)

υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος (with extended wings, long-winged), οἰωνοί Il. 12.237 ; ἅρπη 19.350 ; — also τανυπτέρυγος, ον, μυῖα Simon. 32 (cf. POxy. 1087.32) ; gen. pl. τανυπτερύγων may belong to either, Ἐρώτων Sammelb. 6699.1 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 1067] υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
aux longues ailes, aux ailes déployées, aux ailes rapides.
Étymologie: τανύω, πτέρυξ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνυπτέρυξ: ῠγος adj. Hom. = τανύπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, οἰωνοὶ Ἰλ. Μ. 237· ἅρπη Τ. 350· - ὡσαύτως τᾰνῠπτέρῠγος, ον, Σιμωνίδ. 39.

English (Autenrieth)

υγος: with wide-stretching wings, Il. 12.237 and Il. 19.350.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
τανύπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πτέρυξ, -υγος (πρβλ. μελανο-πτέρυξ).

Greek Monotonic

τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνυ-πτέρυξ, ῠγος, = τανύπτερος, Il.]