ἐκβόλιμος

From LSJ
Revision as of 18:45, 18 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":]]" to "]]:")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβόλιμος Medium diacritics: ἐκβόλιμος Low diacritics: εκβόλιμος Capitals: ΕΚΒΟΛΙΜΟΣ
Transliteration A: ekbólimos Transliteration B: ekbolimos Transliteration C: ekvolimos Beta Code: e)kbo/limos

English (LSJ)

ον, A thrown out, ejected: ἐκβόλιμον abortion, Arist. HA575a28; τὰ ἐ. τῶν ἐμβρύων Id.PA665b1; τῶν ᾠῶν Id.GA752b4, cf. POxy.464.21. 2 metaph., abortive, futile, (δόξα) Phld.Po.5.29, cf. Plu.2.44d; to be rejected, ἄκυρον καὶ ἐ. PGrenf.2.71 ii II (iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ον
1 expulsado, abortado τὰ ἐμβόλιμα τῶν ἐμβρύων Arist.PA 665b1, τὰ ἐκβόλιμα τῶν ᾠῶν Arist.GA 752b4, cf. HA 575a28
tal vez abandonado, expuesto astrol. en POxy.464.21.
2 despreciable, abyecto de una opinión, Phld.Po.5.32.1, de un orador, Plu.2.44d
rechazable, inválido τοῦτο ἄκηρον (l. -κυ-) εἶναι καὶ ἐκβόλημον (sic) PGrenf.2.71.2.11 (III d.C.), cf. BGU 1574.21 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verworfen, Plut. de aud. 8: bes. zu früh geboren, Arist. H. A. 6, 21 Part. anim. 3, 4: ᾠόν Gener. an. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être rejeté, abject.
Étymologie: ἐκβολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβόλιμος:
1 недоношенный (ἔμβρυον Arst.);
2 негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβόλιμος: -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, ἐμβόλιμος 2) μεταφ. ταπεινός, φαῦλος, πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.

Greek Monolingual

ἐκβόλιμος, -ον (Α)
1. αυτός που αποβλήθηκε
2. μάταιος, επιπόλαιος
3. απόβλητος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον
παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε.