ὁμόχρους
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
-ουν, contr. for ὁμόχροος.
French (Bailly abrégé)
ὁμόχρους, ὁμόχρουν:
1 de couleur uniforme;
2 de la même couleur;
3 d'une surface égale, unie.
Étymologie: ὁμός, χρόα.
German (Pape)
[Seite 342] von derselben Farbe, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = ὁμόχροια; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ λεῖος.