ἀναπειστήριος

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπειστήριος Medium diacritics: ἀναπειστήριος Low diacritics: αναπειστήριος Capitals: ΑΝΑΠΕΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: anapeistḗrios Transliteration B: anapeistērios Transliteration C: anapeistirios Beta Code: a)napeisth/rios

English (LSJ)

α, ον, persuasive, χαύνωσις Ar.Nu.875.

Spanish (DGE)

-α, -ον persuasivo χαύνωσις Ar.Nu.875.

German (Pape)

[Seite 201] überredend, fem. ἀναπειστηρία χαύνωσις Ar. Nubb. 865.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui emporte la conviction ; persuasif.
Étymologie: ἀναπείθω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπειστήριος: убедительный (χαύνωσις Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπειστήριος: -α, -ον, καταπειστικός, χαύνωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 875.

Greek Monolingual

ἀναπειστήριος, -α, -ον (Α) ἀναπείθω
πειστικός.

Greek Monotonic

ἀναπειστήριος: -α, -ον (ἀναπείθω), πειστικός, σε Αριστοφ.

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἀναπειστήριος, εὐπειθής, δυσωπητικός, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande