σχοινίλος
From LSJ
English (LSJ)
v. σχοινίκλος.
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, s. das Vor.
Greek Monolingual
ή σχοινίκλος, ὁ, Α
το πτηνό σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρίλος)].
Full diacritics: σχοινίλος | Medium diacritics: σχοινίλος | Low diacritics: σχοινίλος | Capitals: ΣΧΟΙΝΙΛΟΣ |
Transliteration A: schoinílos | Transliteration B: schoinilos | Transliteration C: schoinilos | Beta Code: sxoini/los |
v. σχοινίκλος.
[Seite 1056] ὁ, s. das Vor.
ή σχοινίκλος, ὁ, Α
το πτηνό σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρίλος)].