ποταμόρρυτος
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ον (ῥέω) A watered by rivers, Phryn.PSp.103B. II washed down by rivers, κασσίτερος Scymn.165.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόρρυτος: -ον, (ῥέω) ὁ διαρρεόμενος ὑπὸ ποταμῶν, «ποταμόρρυτος γῆ: ἡ διαρρεομένη ποταμοῖς» Α. Β. 60. ΙΙ. ὁ ὑπὸ ποταμῶν καταφερόμενος, κασσίτερος Σκύμν. 164· ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596 (ἔνθα ποταμήρυτος).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς
2. (για πράγμ.) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («ποταμόρρυτος κασσίτερος», Σκύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος].
German (Pape)
von Strömen od. einem Strome durchflossen; Scymn. Chius 165; Phryn. in B.A. 60.