πρόσορμος

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορμος Medium diacritics: πρόσορμος Low diacritics: πρόσορμος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΟΣ
Transliteration A: prósormos Transliteration B: prosormos Transliteration C: prosormos Beta Code: pro/sormos

English (LSJ)

ὁ, = προσορμιστήριον (anchorage), Str. 14.3.8.

German (Pape)

[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφορμος].

Greek Monotonic

πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

πρόσ-ορμος, ὁ,
a landing-place, Strab.