Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλόγνωμος

From LSJ
Revision as of 13:01, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόγνωμος, -ον)
1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση
2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν)
η καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύγνωμος, αλλοτριόγνωμος].