μητρομήτωρ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
Dor. ματρομάτωρ, ορος, ἡ, mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.
German (Pape)
[Seite 180] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
grand-mère maternelle.
Étymologie: μήτηρ, redoublé.
Russian (Dvoretsky)
μητρομήτωρ: дор. μᾱτρομάτωρ, ορος ὁ бабка с материнской стороны Pind.
Greek (Liddell-Scott)
μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ μήτηρ τὴς μητρός, μάμμη, προμήτωρ, Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς μήτηρ Ὀδ. Τ. 416.
Greek Monolingual
μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α)
η μητέρα της μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ.
Greek Monotonic
μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, -ορος, ἡ, η μητέρα της μητέρας κάποιου, η από μητέρα γιαγιά του, σε Πίνδ.