τειχομελής

From LSJ
Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομελής Medium diacritics: τειχομελής Low diacritics: τειχομελής Capitals: ΤΕΙΧΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: teichomelḗs Transliteration B: teichomelēs Transliteration C: teichomelis Beta Code: teixomelh/s

English (LSJ)

ές, walling by music, of Amphion's lyre, AP9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 1081] ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιθάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont les accents élèvent des murailles en parl. de la lyre d'Amphion.
Étymologie: τεῖχος, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τειχομελής: своими звуками воздвигающий стены (κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τειχομελής: -ές, ὁ τειχίζων διὰ μουσικῆς, ἐπὶ τῆς λύρας τοῦ Ἀμφίονος, Ἀνθ. Π. 9. 216.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα του Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυμελής].

Greek Monotonic

τειχομελής: -ές (μέλος), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη λύρα του Αμφίονα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τειχο-μελής, ές μέλος
walling by music, of Amphion's lyre, Anth.