ῥιζοβόλος
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ον, striking root, Nic.Th.69.
German (Pape)
[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.
Greek Monolingual
ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλοβόλος)].
Greek Monotonic
ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.