τραχηλιά
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ
νεοελλ.
1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα του πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό
2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα
3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο
4. τεμάχιο κρέατος από τον τράχηλο σφαγίου
μσν.
επιτραχήλιο, κν. πετραχήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα). Ο τ. τραχηλιά με συνίζηση].