δυσκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 05:20, 14 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκάθεκτος Medium diacritics: δυσκάθεκτος Low diacritics: δυσκάθεκτος Capitals: ΔΥΣΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dyskáthektos Transliteration B: dyskathektos Transliteration C: dyskathektos Beta Code: duska/qektos

English (LSJ)

ον, hard to hold in, ἵπποι X.Mem.4.1.3 (Sup.); πλήθη Plu.Num.4: metaph., Corn.ND30; πλοῦτος Luc.Tim.29 (s.v.l., al. δυσκάτοχος); hard to keep in mind, hard to retain, Plu.2.408b.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de sujetar, difícil de reprimir o difícil de gobernar ἵπποι X.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9, πλήθη Plu.Num.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.Cat.Ma.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b
de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.ND 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.Luc.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.Ep.2.2
neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen. τὸ δυσκάθεκτον τῆς ὀργῆς Basil.Ep.25.2
medic. difícil de sujetar, difícil de retener, difícil de contener τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zurückzuhalten, zu bändigen, von Pferden u. Menschen; Xen. Mem. 4, 1, 3; superl., 4; πλῆθος Plut. Num. 4; ὁρμή Amat. 4; πλοῦτος Luc. Tim. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à contenir, fougueux, effréné.
Étymologie: δυσ-, κατέχω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκάθεκτος: с трудом сдерживаемый, неудержимый, неукротимый (ἵππο; Xen.; πλήθη, ζῷα, ὁρμή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκάθεκτος: -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.

Greek Monolingual

δυσκάθεκτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα συγκρατείται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου
2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται.

Greek Monotonic

δυσκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, ασυγκράτητος, ορμητικός, ἵπποι, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-κάθεκτος, ον κατέχω
hard to hold in, ἵπποι Xen.