ἀκαλανθίς
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἀκανθίς, Ar.Pax1079, Ant.Lib.9.3; epithet of Artemis, Ar.Av.S72 (Lacon. ἀκκαλανσίρ (sic), Hsch.; ἀκάλανθος, AB370; ἀκαλάνθεια, EM44.26).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): lacon. ἀκαλανσίρ Hsch.α 2421; ἀκαλάνθεια EM α 606; ἀκάλανθος AB 370
orn. jilguero, Carduelis carduelis (L.), Ar.Pax 1078, Ant.Lib.9.3, Et.Gen.α 290, Et.Sym.α 356
• epít. burlesco de Ártemis, Ar.Au.872, cf. ἀκανθίς.
German (Pape)
[Seite 67] ίδος, ἡ, ein Vogel, = ἀκανθίς; s. Ar. Av. 871; aber Pax 1044 ist es ein Hundename; cf. Paroemiogr. app. 1, 12.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλανθίς: ίδος ἡ зоол. щегленок Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλανθίς: -ίδος, ἡ, = ἀκανθίς, Ἀριστοφ. Ὄρ. 872· πρβλ. Εἰρ. 1076.
Greek Monolingual
ἀκαλανθίς (-ίδος), η (Α)
1. αρχαία ελλην. ονομασία της καρδερίνας
«χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει» (Αριστοφ. Ειρ. 1079)
2. επίθετο της Αρτέμιδος
«Λητοῑ Ὀρτυγομήτρα καὶ Ἀρτέμιδι Ἀκαλανθίδι» (Αριστοφ. Όρν. 871).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκανθα
ἀκαν-ανθίς. με ανομοίωση, κατ’ επίδραση της λ. ἀκαλήφη, είτε από τ. ἀκανθαλίς, με μετάθεση (ἀκ-ανθ-αλ-ὶς > ἀκαλανθίς)].
Greek Monotonic
ἀκᾰλανθίς: -ίδος, ἡ = ἀκανθίς, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
= ἀκανθίς, Ar.
Frisk Etymology German
ἀκαλανθίς: = ἀκανθίς,
{akalanthís}
See also: s. ἄκανθα.
Page 1,50