μελίγληνος
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 122] süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφθαλμος.
Greek (Liddell-Scott)
μελίγληνος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «ἡδυόφθαλμος», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρίγληνος].