κορυνομάχος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
Greek Monolingual
κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονομάχος, ξιφομάχος].