Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Full diacritics: μαλάχιος | Medium diacritics: μαλάχιος | Low diacritics: μαλάχιος | Capitals: ΜΑΛΑΧΙΟΣ |
Transliteration A: maláchios | Transliteration B: malachios | Transliteration C: malachios | Beta Code: mala/xios |
ὁ, a fish, Hsch.
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μαλάχη.
μαλάχιος: «ἰχθὺς ποιὸς» Ἡσύχ.
μαλάχιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάχη, λόγω του χρώματος του ψαριού].