τύχος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Full diacritics: τύχος | Medium diacritics: τύχος | Low diacritics: τύχος | Capitals: ΤΥΧΟΣ |
Transliteration A: týchos | Transliteration B: tychos | Transliteration C: tychos | Beta Code: tu/xos |
ὁ, v. τύκος.
[Seite 1167] ὁ, s. τύκος.
τύχος -ου, ὁ zie τύκος.
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τύκος.
τύχος: ὁ (τεύχω), = τύκος, σε Θέογν.
τύχος: ὁ, (τεύχω) = τύκος, Θέογν. 24.