καταπάλτης
English (LSJ)
καταπάλτου, ὁ, (πάλλω)
A engine of war for hurling bolts, catapult, IG22.120.37, 554.15, 12(5).647.36 (Ceos):—freq. written καταπέλτης in literary texts, Mnesim.7.10, Timocl.12.5, Onos.42.3, etc.; καταπάλτην ἀφιέναι Arist.Ath.42.3, EN1111a11, cf. Aud.800b13, Ath. Mech.8.7, Ael.VH6.12; used as an instrument of torture, D.S.20.71, Charito 3.4, LXX 4 Ma.8.13.
2 bolt, shot, (καταπέλτης) Hp.Epid.5.95, 7.121, (καταπάλτης) Hsch.:—hence καταπαλτικός, καταπαλτική, καταπαλτικόν (in literary texts -πελτ-), of catapults or belonging to catapults, βέλη IG22.1487.102; ὄργανα καὶ βέλη Plb.11.11.3, cf. Str.17.3.15, Bito62.4; τὰ καταπαλτικά = καταπάλται, Plb.9.41.5; τὸ καταπαλτικόν artillery, D.S.14.42.
French (Bailly abrégé)
mieux que καταπέλτης;
ου (ὁ) :
catapulte, machine à lancer des traits.
Étymologie: καταπάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπάλτης -ου, ὁ, ook καταπέλτης καταπάλλομαι katapult. worp. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καταπέλτης: v.l. καταπάλτης, ου ὁ (лат. catapulta) катапельт или катапульта
1 стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;
2 орудие пытки Diod.
Greek (Liddell-Scott)
καταπάλτης: -ου, ὁ, = καταπέλτης, Ἀριστ, Ἀθην. Πολιτ. 64. 4 (ἔκδ. Blass), Ἡσύχ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς Τόμ. Δ΄, σ. 111.
Greek Monolingual
καταπάλτης, ὁ (Α)
επιγρ. βλ. καταπέλτης.