καταπάλτης Search Google

From LSJ
Revision as of 10:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλτης Medium diacritics: καταπάλτης Low diacritics: καταπάλτης Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΤΗΣ
Transliteration A: katapáltēs Transliteration B: katapaltēs Transliteration C: katapaltis Beta Code: katapa/lths

English (LSJ)

καταπάλτου, ὁ, (πάλλω)
A engine of war for hurling bolts, catapult, IG22.120.37, 554.15, 12(5).647.36 (Ceos):—freq. written καταπέλτης in literary texts, Mnesim.7.10, Timocl.12.5, Onos.42.3, etc.; καταπάλτην ἀφιέναι Arist.Ath.42.3, EN1111a11, cf. Aud.800b13, Ath. Mech.8.7, Ael.VH6.12; used as an instrument of torture, D.S.20.71, Charito 3.4, LXX 4 Ma.8.13.
2 bolt, shot, (καταπέλτης) Hp.Epid.5.95, 7.121, (καταπάλτης) Hsch.:—hence καταπαλτικός, καταπαλτική, καταπαλτικόν (in literary texts -πελτ-), of catapults or belonging to catapults, βέλη IG22.1487.102; ὄργανα καὶ βέλη Plb.11.11.3, cf. Str.17.3.15, Bito62.4; τὰ καταπαλτικά = καταπάλται, Plb.9.41.5; τὸ καταπαλτικόν artillery, D.S.14.42.

French (Bailly abrégé)

mieux que καταπέλτης;
ου (ὁ) :
catapulte, machine à lancer des traits.
Étymologie: καταπάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπάλτης -ου, ὁ, ook καταπέλτης καταπάλλομαι katapult. worp. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καταπέλτης: v.l. καταπάλτης, ου ὁ (лат. catapulta) катапельт или катапульта
1 стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;
2 орудие пытки Diod.

Greek (Liddell-Scott)

καταπάλτης: -ου, ὁ, = καταπέλτης, Ἀριστ, Ἀθην. Πολιτ. 64. 4 (ἔκδ. Blass), Ἡσύχ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς Τόμ. Δ΄, σ. 111.

Greek Monolingual

καταπάλτης, ὁ (Α)
επιγρ. βλ. καταπέλτης.

Translations