Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταποικίλλω

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταποικίλλω Medium diacritics: καταποικίλλω Low diacritics: καταποικίλλω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΙΚΙΛΛΩ
Transliteration A: katapoikíllō Transliteration B: katapoikillō Transliteration C: katapoikillo Beta Code: katapoiki/llw

English (LSJ)

A deck with various colours or in divers modes, mottle, τὸ σῶμα Pl.Ti.85a; θάλαμος, ὃν αἱ Χάριτες κατεποίκιλαν Men.Rh. p.407S.; διττὰ ὑφάσματα Ph.2.226:—Pass., ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται Pl.Euthphr.6c; ὀροφὴ ἀστέρας καταπεποικιλμένη D.S.1.47.
2 metaph., of style, κ. τὸν λόγον Isoc. 13.16, Phld. Rh.1.167S.; also κ. τὰ γεγενημένα, of historians, Agath.Praef. p.136D.

German (Pape)

[Seite 1371] mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; τὸ σῶμα Plat. Tim. 85 a; vom Maler, Euthyphr. 6 d; πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Callixen. bei Ath. V, 204 b; eigenthümlich ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt, D. Sic. 1, 47.

Russian (Dvoretsky)

καταποικίλλω:
1 пестро расписывать, разукрашивать (ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ καταπεποίκιλται Plat.): ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Diod. потолок, украшенный звездами по синему фону;
2 покрывать пятнами, испещрять (τὸ σῶμα λεύκας ἀλφούς τε Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καταποικίλλω: κοσμῶ διὰ διαφόρων χρωμάτων ἢ κατὰ ποικίλους τρόπους, διαποικίλλω, τὸ σῶμα Πλατ. Τίμ. 85A.― Παθ., τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν γραφέων ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 6D· ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Διόδ. 1. 47· πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Ἀθήν. 204Β· ἴδε ἐν λέξει κηρογραφία·― περὶ τοῦ λόγου, ἡ λαλιὰ χαίρει ἁβρότητι καταποικίλλεσθαι Walz. Ρήτορ. 9. 257.

Greek Monolingual

καταποικίλλω (Α)
1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους
2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω
3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ποικίλλω bont beschilderen:. ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται onze tempels zijn door de schilders bont beschilderd Plat. Euthyph. 6c.