προσζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσζεύγνῡμι Medium diacritics: προσζεύγνυμι Low diacritics: προσζεύγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: proszeúgnymi Transliteration B: proszeugnymi Transliteration C: proszeygnymi Beta Code: proszeu/gnumi

English (LSJ)

attach by a yoke, τὸ ἄροτρον Porph.Abst.2.30: metaph., τῇ ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν Placit.1.3.5:—more freq. in Pass., to be yoked, harnessed to, τινι Luc.Ner.4: abs., to be attached, ᾗ τὸ πηδάλιον προσέζευκται Arist.Mech.851a33: metaph., τῷ προσέζευξαι πλάνῳ; E.Alc.482, cf. Plot.1.4.16; to be contiguous, πύργοις J. BJ5.4.4.

German (Pape)

[Seite 764] (s. ζεύγνυμι), anjochen, -binden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προσεζύγης, Eur. Hipp. 1389.

French (Bailly abrégé)

attacher à ; Pass. être attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλοπροσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.)
2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ.
β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.)
3. παθ. προσζεύγνυμαι
συνέχομαι, συνορεύω («ἡ τοῦ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»].