εἰδοποιία

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιία Medium diacritics: εἰδοποιία Low diacritics: ειδοποιία Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: eidopoiía Transliteration B: eidopoiia Transliteration C: eidopoiia Beta Code: ei)dopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A formation, structure, αἱ κατὰ μέρος εἰ., opp. οἰκοδομία, Ph.Bel.50.51: in sg., specific form, Str.1.1.18.
2 Rhet., descriptive quality, σχημάτων Longin.18.1.
3 Philos., production of forms, Iamb.Comm.Math.14, Procl.Inst.144,157, Syrian. in Metaph.86.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 formación, configuración ἡ τῶν ἀνειδέων ὑπεροχικὴ εἰ. Dion.Ar.DN 4.3
carácter específico, forma específica de los distintos tipos de gobierno, Str.1.1.18
esp. fil εἰ. περὶ τὴν ὑποκειμένην φύσιν de los compuestos, Iambl.Comm.Math.14, cf. Procl.Inst.157, οἱ θεοὶ ... διδόντες ... τούτοις ζωὴν καὶ εἰδοποιίαν καὶ τελειότητα Procl.Inst.144, τῶν κοσμικῶν στοιχείων Syrian.in Metaph.86.1.
2 dibujo, diseño ἐν ταῖς κατὰ μέρος εἰδοποιίαις op. οἰκοδομία Ph.Bel.50.51
representación de figuras θεοῦ ... γραφὴ καὶ εἰ. ἐναποκειμένη τῇ πλακί ref. al decálogo, Clem.Al.Strom.6.16.133.
3 ret. carácter descriptivo σχημάτων de las figuras retóricas, Longin.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιία: ἡ, ἡ ἰδιαιτέρα φύσις πράγματός τινος, περίστασις, ἀπεικόνισις, ὁμοίωσις, Στράβων 11· - οὕτως, εἰδοποίημα, τό, καὶ εἰδοποίησις, ἡ, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 9. 34, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α εἰδοποιΐα)
νεοελλ.
η παραγωγή νέου κινητού πράγματος με επεξεργασία ή μετάπλαση υλικού που ανήκει σε άλλον
αρχ.
1. διαμόρφωση, κατασκευή
2. ειδική μορφή
3. (φιλοσ.) η παραγωγή ειδών ή μορφών
4. (ρητορ.) περιγραφική ικανότητα.

Middle Liddell

εἰδοποιΐα, ἡ, [from εἰδοποιός
the specific nature of a thing, Strab.