συνοψίζω
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
A bring into a general view, sum up, Herm.in Phdr. p.156A., Simp.in Ph.918.13.
2 estimate, PFay.26.13 (ii A.D.):—Pass., to be estimated, πρὸς τὰ ἐγνωσμένα PTeb.82.2 (ii B.C.), cf. Stud.Pal.4p.70 (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ POxy.1469.7 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοψίζω: φέρω ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, ὅταν τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― ἐντεῦθεν συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σύνοψις
εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
μσν.
μέσ. συνοψίζομαι
α) συναντώ κάποιον
β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)
αρχ.
1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον
2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῦ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων υ'», πάπ.).