σφηκώδης
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
σφηκώδες,
A wasplike, Sch.Nic.Al.183; pinched in at the waist like a wasp, Ar.Pl.561 sq.
II στίχος σ. a wasp-like verse, with a time wanting in the middle, Sch.Heph.p.168 W., Sch.Od.10.60; so σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές Eust.641.31.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.
Étymologie: σφήξ, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφηκώδης -ες [σφήξ] als een wesp, met een wespentaille.
German (Pape)
ες, zusammengezogen statt σφηκοειδής; Ar. Plut. 561, καὶ ἰσχνοί; στίχος σφηκώδης, ein wespenförmiger Vers, dem in der Mitte eine Zeit fehlt, s. Buttmann Schol. Od. 10.60.
Russian (Dvoretsky)
σφηκώδης: похожий на осу Arph.: σ. στίχος стих. осоподобный стих, т. е. в середине которого не хватает одной моры.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ σφήξ, -ηκός]
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα
3. φρ. «στίχος σφηκώδης»
(μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ' ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές λέγεται κατὰ μεταφορὰν τὴν ἐκ τῶν σφηκῶν», Ευστ.).
Greek Monotonic
σφηκώδης: -ες, αυτός που μοιάζει με σφήκα, που έχει περισφιγμένη τη μέση του, που έχει λιγνή μέση σαν σφήκα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σφηκοειδής, ὅμοιος πρὸς σφῆκα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 183 συμπεπιεσμένος κατὰ τὴν ὀσφὺν ὡς σφήξ, Ἀριστοφ. Πλ. 561 κἑξ. ΙΙ. στίχος σφηκώδης, στίχος ὅμοιος πρὸς σφῆκα, ἑλλιπὴς, δηλ. ὡς πρὸς τὸν χρόνον κατὰ τὸ μέσον, Ἡφαιστ. 182, 23, ἴδε Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 60· οὕτω, τὸ σφηκοειδὲς Εὐστ. 641. 31.
Middle Liddell
σφηκ-ώδης, ες
wasp-like, pinched in at the waist like a wasp, Ar.