κονδύλιον
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
τό, Dim. of κόνδυ, IG11(2).147B10 (Delos, iv B.C.), al.;
A κ. Σικυώνιον BGU1300.12 (iii/ ii B.C.).
II Dim. of κόνδυλος, f.l. in Axionic.6.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1480] τό, dim. zu κόνδυλοςς Azionic. bei Ath. VI, 239 s.
Greek (Liddell-Scott)
κονδύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόνδυλος, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1· (πιθ. ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κονδύλων).
Greek Monolingual
κονδύλιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κόνδυ) ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του κόνδυ
το -λ- με επίδραση πιθ. του κόνδυλος].